Άγνωστες πτυχές της ζωής του Ανωγειανού Μανώλη Πασπαράκη που έγινε σύμβολο του ακατανίκητου πάθους για ζωή και μουσική
Ο Μπετόβεν άρχισε να χάνει την ακοή του όταν ήταν μόλις 26 ετών. Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε για περισσότερα από 30 χρόνια να γράφει μουσική και να χαρίζει στην ανθρωπότητα αξεπέραστες ακόμα και σήμερα δημιουργίες.
Στην Κρήτη υπήρχε κάποτε ένας λυράρης. Το όνομά του ήταν Μανώλης Πασπαράκης. «Κόσμο γροικώ, κόσμο πατώ και κόσμο δε γνωρίζω. Ω! Τη παντέρμη τη ζωή και πως τη νταγιαντίζω»! Ήταν μια από τις μαντινάδες που έγραψε.
Μπετόβεν και Πασπαράκης, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσαν διαφορετικά είδη μουσικής και προφανέστατα το βεληνεκές τους είναι κάτι το εντελώς μη συγκρίσιμο, ενώνονται από μια σκληρή μοίρα την οποία κατάφεραν και μετέτρεψαν σε πλεονέκτημα: Ο γερμανός συνθέτης και ο κρητικός λυράρης δημιουργούσαν μουσική χρησιμοποιώντας την ψυχή τους.
Ο Μανώλης Πασπαράκης έχασε την όραση του όταν ήταν μόλις τριών ετών. Αλλά ούτε εκείνον το πρόβλημα που είχε τον εμπόδισε από το να γίνει ένας από τους μουσικούς που έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία της σύγχρονης κρητικής μουσικής. Δεν είχε μνήμες. Δεν ήξερε πως ήταν η λύρα. Αυτό, ωστόσο, για έναν αγωνιστή της ζωής ήταν… λεπτομέρεια.
«Ποιο δέντρο εμαράθηκε και έβγαλε πάλι φύλλα, ποιος πληγωμένος έγιανε, να ‘χω και εγώ ελπίδα»
«Δεν θυμόταν καμία εικόνα. Έπαθε οστρακιά και έχασε το φως του όταν ήταν τριών ετών. Ο πατέρας του ήταν εκείνος που του στάθηκε. Έγινε τα μάτια του. Ήταν εκείνος που είδε το παιδί του να κάθεται απομονωμένο και χωρίς να έχει κάτι δημιουργικό να κάνει και αποφάσισε να του πάρει μια λύρα που να περνάει την ώρα του. Ο πατέρας του τον βοήθησε πολύ. Τον αγαπούσε πολύ. Και ο παππούς μου τον αγαπούσε και του στοίχισε πολύ ο θάνατός του. Στην κηδεία του είχε πει την εξής συγκλονιστική μαντινάδα: ”Φεύγεις ψυχή μου τσι ψυχής, γλυκιά παρηγοριά μου, που με τα μάτια σου τα δυο, φέγγαν και τα δικά μου”», τόνισε μιλώντας στο newsbeast.gr ο Γιώργος Μπαγκέρης, δημοσιογράφος της ηλεκτρονικής εφημερίδας «ΑΝΩΓΗ» και εγγονός του Μανώλη Πασπαράκη, γιος της πρωτότοκης κόρης του κρητικού λυράρη.
Πώς όμως αυτό το μικρό παιδί που δεν έβλεπε και κυρίως δεν είχε εικόνες έμαθε να παίζει λύρα; «Ο Μ. Πασπαράκης δέθηκε με αυτή τη λύρα που του αγόρασε ο πατέρας του, προσπαθούσε να ακούει ήχους και να τους βγάζει πάνω στη λύρα. Άκουγε τα πόδια των χορευτών πάνω στις τάβλες, έπιανε τον ρυθμό και τον μετέφερε πάνω στη λύρα. Κάπως έτσι βγήκε ο συρτός του στραβού που είναι μέχρι και σήμερα ένας από τους πλέον απαιτητικούς ρυθμούς για να τον βγάλει κάποιος λυράρης» τόνισε ο Γιώργης Μπαγκέρης και πρόσθεσε:
«Όταν χάνεις μια αίσθηση αναπτύσσεις κάποια άλλη. Νομίζω πως αυτό έγινε με τον Μανώλη Πασπαράκη. Έχασε την όρασή του αλλά ανέπτυξε την ακοή του. Μου έχουν πει πως αναγνώριζε κάποιον από τον τρόπο που περπατούσε. Έμπαινε ένας φίλος του στο καφενείο και τον χαιρετούσε πριν του μιλήσουν οι υπόλοιποι. Εγώ δεν έχω πολλά προσωπικά βιώματα από τον παππού μου αλλά ήταν τόσο αγαπητός στ’ Ανώγεια που έχω μάθει πολλά πράγματα. Μιλάμε άλλωστε για έναν άνθρωπο που άφησε το στίγμα του στην κρητική μουσική».
«Ως και το χώμα που πατώ απ’ τα βαθιά φωνιάζει, ποιος είναι ο νιος που με πατεί και βαριαναστενάζει»
Ο Μανώλης Πασπαράκης γεννήθηκε το 1911 και πέθανε στις 10 Απριλίου του 1987 και η ζωή του ήταν γεμάτη δυσκολίες και πόνο. Ήταν, όμως, και γεμάτη πολλές μουσικές και γλέντια. «Παντρεύτηκε στα Ανώγεια το 1951 την Ελένη Σαμόλη. Η γιαγιά μου τον γνώρισε στην εκκλησία λίγο πριν τον γάμο και κατάλαβε πως ήταν τυφλός την επόμενη ημέρα. Τον αγάπησε, όμως, πολύ. Έμεινε δίπλα του βράχος ακλόνητος. Τον αγάπησε τόσο πολύ που σε μια παλαιότερη συνέντευξή της είχε πει πως ο Πασπαράκης ήταν για εκείνη ο θεός της. Έκαναν μαζί πέντε παιδιά. Τον Γιάννη, τον Στέφανο, τον Γιώργη, την Αλεξάνδρα και την Νικολία.
Ο Γιώργος πέθανε από κύρωση του ήπατος σε ηλικία μόλις 16 ετών. Προς τιμήν εκείνου του παιδιού ονομάστηκα εγώ Γιώργος» τόνισε ο εγγονός του σπουδαίου λυράρη και πρόσθεσε: «Έζησε το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων και ξεριζώθηκε και αυτός μαζί με 2.000 ακόμα Ανωγειανούς. Έζησαν σε χωριά του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου μέχρι να έρθει η ώρα, το 1946, να επιστρέψουν και σιγά- σιγά, πέτρα την πέτρα να χτίσουν και πάλι το χωριό. Ο αδερφός του ο Δημοσθένης Πασπαράκης ήταν αντιστασιακός. Ο ίδιος ήταν Αριστερός. Κομμουνιστής. Ήταν ενεργός πολίτης, με άποψη την οποία δεν φοβόταν να πει. Μέχρι που πέθανε έμεινε πιστός στο ΚΚΕ και αμετακίνητος στις ιδέες του».
Ο Μανώλης Πασπαράκης μπορεί να ζούσε μέσα στο σκοτάδι αλλά ποτέ δεν ήταν μόνος του. «Τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι στο χωριό. Πρέπει να πούμε πως στην κηδεία του ήταν χιλιάδες κόσμου. Δεκάδες οι λυράρηδες που τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής εδώ στα Ανώγεια. Η ζωή του είναι ένα μάθημα για όλους μας. Έκανε αυτό που πάντα ήθελε. Έζησε τη ζωή του και θεωρώ πως έφυγε ευτυχισμένος γιατί έδωσε όλα όσα είχε μέσα στην ψυχή του» ανέφερε ο Γιώργης Μπαγκέρης και στη συνέχεια, συγκινημένος μίλησε για τον συνεργάτη του παππού του αλλά και τις προσπάθειες που έγιναν για να ηχογραφηθεί το έργο του Πασπαράκη.
«Συνοδοιπόρος σε όλο αυτό το ταξίδι ήταν ο Νεοκλής Σαλούστρος με το λαούτο του. Ουσιαστικά από ένα σημείο και μετά έζησαν μια κοινή ζωή. Συμπλήρωνε ο ένας τον άλλο. Αυτός ο σεβασμός και αυτή η αγάπη υπάρχει και σήμερα ακόμα ανάμεσα στις δυο οικογένειες. Με το Νεοκλή Σαλούστρο είχαν πάει στην Αθήνα τη δεκαετία του ’70 για ηχογραφήσεις που δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκαν. Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν κυρίως αποσπάσματα από παρέες και καντάδες των Ανωγείων στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Δυο δισκογραφικές απόπειρες υπήρξαν. Μια από το Πανεπιστήμιο Κρήτης στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και η άλλη το 2007 στο δίσκο «Ο Λυράρης» σε μια συμπαραγωγή της ΕΡΤ των Υακινθείων και των μουσικών εκδόσεων Σειστρος.
«Η κάμπια τρώει τον ανθό κι η πέρδικα τη βιόλα, σ’ αυτό το ψεύτη το ντουνιά, εδώ πομένουν όλα»
Το 2014 στον κεντρικό δρόμο των Ανωγείων στήθηκε προς τιμήν του Πασπαράκη ο ανδριάντας του. Βρίσκεται κάτω από τη Μουσική Ακαδημία των Ανωγείων, που όταν ολοκληρωθεί και εγκαινιαστεί και επίσημα θα παραδοθεί από την οικογένεια του και η λύρα του.
Τον Στραβό (αν και καθόλου… politically correct αυτό ήταν το παρατσούκλι του Μ. Πασπαράκη και έτσι έμεινε γνωστό το ιδιαίτερο παίξιμό του) έχουν τιμήσει με ειδικές εκδηλώσεις τα Υακίνθεια και πριν χρόνια, το 1997, ο Δήμος Ανωγείων, σε μια εκδήλωση που έσμιξε όλους τους παλιούς μερακλήδες των Ανωγείων σε μια ανεπανάληπτη παρέα στην πλατεία Μεϊντάνι.
«Ο Νικηφόρος Αεράκης είναι ο απόλυτος εκφραστής του παιξίματος του Στραβού σήμερα. Συνεχιστές θεωρούνται και οι Μαρία και Κώστας Σκουλάς που είναι τα εγγόνια του Νεοκλή Σαλούστρου και αυτό είναι υπέροχο γιατί δείχνει και τη συνέχεια. Επίσης, υπάρχει και ο Άρης ο Πρεβεζάνος ένας εξαιρετικός λυράρης που εγώ κάθε φορά που τον ακούω να παίζει το συρτό του Στραβού, ανατριχιάζω» είπε ο Γ. Μπαγκέρης και στη συνέχεια μας χάρισε δυο ιστορίες με πρωταγωνιστή τον παππού του.
«Ο Ψαραντώνης είχε πει κάποτε μια ιστορία για τον παππού μου:
Έπαιζε ο στραβός όταν ήμουν μικρός και επήγαινα εγώ πιτσιρικάκι για να ακούω τη λύρα και του έπαιρνα το τσιγάρο από το στόμα και του το έδινα όταν ήθελε. Του κρατούσα το τσιγάρο δηλαδή όσο έπαιζε. Μια δυο τρεις φορές και μου λέει ο στραβός:
-Πως σε λένε;
-Αντώνη
Μετά από καιρό ξαναπάω και του πήγα το τσιγάρο. Και μου λέει:
-Ο Αντωνάκης είσαι;
-Ναι του λέω. Και μου δείχνει τη λύρα του και μου λέει:
-Η λύρα μου είναι βαρεμένη (σ.σ έγκυος) κι άμα γεννήσει θα σου δώσω το καλύτερο λυράκι!
«Εγώ το πίστεψα» λέει ο Ψαραντώνης «και περιμένω ακόμα να γεννήσει»!
«Υπάρχει μια ιστορία που στην αρχή δυσκολευόμουν να πιστέψω αλλά τελικά την επιβεβαίωσα μιλώντας με δύο ανθρώπους που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ: Ήταν λίγο μετά την πτώση της Χούντας. Είχε ξεκινήσει μια παρέα και πέρναγε από τις γειτονιές και τραγουδούσαν. Έπαιζαν με τις λύρες και τα λαούτα τους και έβγαζαν μαντινάδες.
Κάποια στιγμή έπιασε μια πολλή δυνατή καταιγίδα και έκατσαν κάπου για να προφυλαχθούν. Ξαφνικά έσβησαν όλα τα φώτα και κυριολεκτικά… δεν έβλεπαν τη μύτη τους. Τότε κόπασε και η καταιγίδα αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν γιατί ήταν θεοσκότεινα. Οπότε ο παππούς μου τους είπε: πιάστε με από το χέρι και θα σας πάω εγώ στα σπίτια σας. Και έτσι έγινε. Τους οδήγησε όλους με ασφάλεια και στο τέλος πήγε και αυτός στο δικό του»!
Του Νίκου Δεμισιώτη, newsbeast.gr